πυρογαλλικός

πυρογαλλικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «πυρογαλλικό οξύ»
χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης πυρογαλλόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyrogallic < pyro- (< πυρ) + gallic (πρβλ. γαλλικό οξύ). Η λ., στον λόγιο τ. πυρογαλλικόν (οξύ) μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυρογαλλόλη — η, Ν χημ. κυκλική αρωματική οργανική ένωση, τριφαινόλη, γνωστή και ως πυρογαλλικό οξύ και ως 1, 2, 3τριυδροξυ βενζόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pyrogallol < pyrogallic (βλ. πυρογαλλικός) + κατάλ. τής χημ. ορολογίας οl] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”